- στύπος
- (I)το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Ανεοελλ.1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος βραχίονας στερεωμένος κάθετα ως προς το επίπεδο που ορίζουν ο κορμός και οι όνυχες τής άγκυρας δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το πλοίο3. βοτ. το τμήμα τού θαλλού τών φαιοφυκών τής τάξης λαμιναριώδη το οποίο συνδέει το φυλλοειδές τμήμα, το έλασμα, με το ριζοειδές4. (μυκητ.) το στέλεχος τού μανιταριού που στηρίζει τον πίλοαρχ.1. στέλεχος, κορμός ή κούτσουρο («στιβαρὸν στύπος ἀμπέλου», Απόλλ. Ρόδ.)2. στύλος ξύλινος3. κοίλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος εκφραστικός τ., ο οποίος πρέπει να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)teup-, η οποία έχει διπλή σημ. «κορμός, κούτσουρο» και «χτυπώ, κοπανίζω» (πρβλ. τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. στυπάζειβροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεί και στυφᾶνβροντᾶν). Η λ. στύπος μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. stūfr «κούτσουρο», μέσ. γερμ. stūve «κούτσουρο, κορμός», ενώ, τέλος, και το ρ. τύπτω* ανάγεται στην ίδια ρίζα].————————(II)ὁ, Αβλ. στυπ(π)είο.
Dictionary of Greek. 2013.